εἴ περ

εἴ περ
1512 εἴ περ
{част., 6}
если только, разве только, хотя бы даже.
Ссылки: Рим. 8:9, 17; 1Кор. 8:5; 15:15; 2Фес. 1:6; 1Пет. 2:3.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εἴ περ" в других словарях:

  • πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ' — περί , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου …   Dictionary of Greek

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»